- αγνωμιά
- και ανεγνωμιά, η [άγνωμος]1. έλλειψη γνώμης ή βουλήσεως, αναποφασιστικότητα, δισταγμός2. ανοησία, επιπολαιότητα, απερισκεψία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άγνωμος — και ανέγνωρος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει γνώμη, άβουλος, αναποφάσιστος, διστακτικός 2. ανόητος, επιπόλαιος, απερίσκεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά το Ιστ. Λεξ. Ακαδημίας Αθηνών < αρχ. επίθ. ἀγνώμων ή < α στερητ. + γνώμη. ΠΑΡ. αγνωμιά] … Dictionary of Greek